- βασανιστήρια
- Όρος με τον οποίο δηλώνονται όλες οι πράξεις βίας ή φυσικού καταναγκασμού στο σώμα του κατηγορουμένου, για να αποσπαστεί η ομολογία ενός εγκλήματος ή στο σώμα ενός μάρτυρα για να εξασφαλιστεί μια αληθοφανής κατάθεση. Άγνωστα στην αρχαία Αίγυπτο, τα δικαστικά β. χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλη κλίμακα από τους Ασσυρίους, Μήδους και Πέρσες. Στον ελληνικό κόσμο χρησιμοποιήθηκαν για μεγάλο διάστημα μόνο στους δούλους, των οποίων οι μαρτυρικές καταθέσεις δεν θεωρούνταν αξιόπιστες αν δεν τις αποσπούσαν με επιβολή β. Επίσης, στη Ρώμη ακολουθήθηκε αρχικά η ίδια μέθοδος, αλλά στην αυτοκρατορική περίοδο άρχισαν να εφαρμόζονται τα β. και στους ελεύθερους και απελεύθερους, όταν κατηγορούνταν για βαριά εγκλήματα.
Την εποχή των βαρβαρικών επιδρομών τα δικαστικά β. εισήχθησαν, υπό την επίδραση του ρωμαϊκού δικαίου, και στη νομοθεσία μερικών γερμανικών λαών, που τα αγνοούσαν μέχρι εκείνη την εποχή. Χρησιμοποιούμενα σε σπάνιες περιπτώσεις στα βαρβαρικά βασίλεια, τα β. διαδραμάτισαν και πάλι σημαντικό ρόλο στα διάφορα δικαστικά συστήματα από τον 12o αι. και ύστερα, προπάντων έπειτα από τις σχετικές με το ρωμαϊκό δίκαιο έρευνες, που αποκαθιστούσαν τις παλιές διαδικασίες. Ακόμα και η αρχική αποδοκιμασία της εκκλησίας, θεμελιωμένη στην καταδίκη των β. που περιέχεται στα συγγράμματα των Πατέρων, υποχώρησε εμπρός στην προσπάθεια καταστολής των αιρέσεων· Το 1252 ο πάπας Ινοκέντιος Δ’, με την εγκύκλιο Ad estirpanda (Προςεκρίζωση) αποδέχτηκε τη χρήση των β. στους υπόπτους αιρετικών πεποιθήσεων. Το περιεχόμενο της εγκυκλίου περιελήφθη σε όλα τα κοινοτικά θέσμια, τα οποία άλλωστε προέβλεπαν ήδη τη χρήση β. για τα εγκλήματα αρμοδιότητας της κρατικής εξουσίας. Επίσης στη Γαλλία, όπου το κατηγορητικό σύστημα είχε μόλις αντικατασταθεί από το εξεταστικό, τα β. έγιναν απαραίτητο στοιχείο της ποινικής δικονομίας.
Οι νομοθέτες και οι δικαστές επιστράτευαν όλη τη δύναμη της φαντασίας τους για να επινοήσουν τα διάφορα είδη β. που θα επέβαλαν στους κατηγορούμενους και στους θεωρούμενους ως δυστροπούντες μάρτυρες. Η πιο συνηθισμένη μορφή β. ήταν το β. του σχοινιού: ο κρατούμενος δενόταν με τα μπράτσα διπλωμένα στην πλάτη μ’ ένα σχοινί περασμένο από μια τροχαλία κρεμασμένη πολύ ψηλά. Ύστερα τον ανύψωναν μέχρι ένα ορισμένο ύψος από το έδαφος και τον άφηναν να πέσει απότομα στο πάτωμα. Άλλα είδη β. που εφαρμόζονταν συχνά ήταν αυτό του νερού (στο στόμα του κατηγορούμενου, που τον κρατούσαν σε ύπτια θέση, έχυναν μεγάλη ποσότητα νερού που ο βασανιστής τον έκανε ύστερα να το αποβάλλει, πηδώντας επάνω στην κοιλιά του), το β. της φωτιάς, που εφαρμοζόταν ιδίως στα πόδια με διαφορετικά μέσα πυράκτωσης. Άλλα β. ήταν η αναγκαστική αϋπνία, η πείνα, η δίψα, το τσάκισμα των αστραγάλων κλπ.
Η χρήση των β. συνεχίστηκε και μερικές φορές έγινε πιο συστηματική διαμέσου των αιώνων –η εγκύκλιος Summis desiderantes affectibus του Ινοκέντιου Η’ κατά της μαγείας χρονολογείται από το 1484– αλλά άρχισε να προκαλεί κατά τον 18ο αι. τη γενική αποδοκιμασία των λαών. Μεγάλη συμβολή προς αυτή την κατεύθυνση αποτέλεσαν τα συγγράμματα της εποχής εκείνης και ειδικότερα το έργο Περί τωνεγκλημάτων και των ποινών (1764) του Τσεζάρε Μπεκαρία. Υπό την επίδραση του Διαφωτισμού τα β. καταργήθηκαν σε πολλές χώρες –στη Γαλλία η λεγόμενη προπαρασκευαστική εξέταση, δηλαδή τα β. στα οποία υποβαλλόταν ο κατηγορούμενος για να ομολογήσει, καταργήθηκε στις 24 Αυγούστου 1780– και η κατάργησή τους κατοχυρώθηκε νομικά από όλα τα ευρωπαϊκά κράτη κατά την περίοδο από τα τέλη του 18ου αι. έως τα πρώτα χρόνια του επόμενου και έτσι τερματίστηκε θεωρητικά τουλάχιστον μια από τις πιο θλιβερές και ατιμωτικές σελίδες της ιστορίας της ανθρωπότητας.
Παρ’ όλα αυτά, τις τελευταίες δεκαετίες η οργάνωση της Διεθνούς Αμνηστίας καταρτίζει κάθε χρόνο έναν κατάλογο με όλες τις διαπιστωμένες καταγγελίες β. σε οποιοδήποτε κράτος του κόσμου. Ο κατάλογος αυτός μαρτυρά ότι ακόμα και τον 21ο αι., η ανθρωπότητα δεν έχει καταφέρει να εξοβελίσει τη βάρβαρη αυτή πρακτική, ιδίως στις χώρες του αποκαλούμενου Τρίτου Κόσμου, αλλά και σε ορισμένες από τις πιο πολιτισμένες.
Δικαστικά βασανιστήρια, σε χαλκογραφία από την «Practica rerum criminalium» (1554) του Νταμχόουντερ.
Dictionary of Greek. 2013.